ξυλόστομος

ξυλόστομος
ξῠλό-στομος, ον,
A wooden(i.e. hard-) mouthed, of horses, prob. cj. in Hippiatr.115 (-σωμοι codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξυλόστομος — ξυλόστομος, ον (Μ) (για ίππο) πιθ. αυτός που έχει στόμα σκληρό σαν το ξύλο, ξυλιασμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + στομος (< στόμα), πρβλ. λυκό στομος, ψαλιδό στομος] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”